- παλαντζάρισμα
- τοβλ. μπαλαντζάρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(μ)παλαντζάρισμα — το, ατος 1. το κούνημα της μπαλάντζας. 2. μτφ., η αστάθεια, το να λες ή να κάνεις άλλα τη μια φορά κι άλλα την άλλη: Δεν είναι να του έχεις εμπιστοσύνη με τα μπαλαντζαρίσματα που κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)